μαμούρης

μαμούρης
-α, -ικο, ουδ. και μαμούρι
1. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. υπηρέτης, δούλος
2. αυτός που προσλαμβάνεται με μισθό για καλλιέργεια αγρού.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Μαμούρης, Ιωάννης — (1797 – 1867). Αγωνιστής του 1821. Καταγόταν από τη Δρέμιστα της Παρνασσίδας και ήταν εξάδελφος του Ι. Γκούρα. Πήρε μέρος στην Επανάσταση με το σώμα του Πανουργιά και πολέμησε στην πολιορκία του φρουρίου των Σαλώνων. Πολέμησε επίσης κάτω από τις… …   Dictionary of Greek

  • μαμουριάζω — [μαμούρης] συστέλλομαι, ζαρώνω, κακομοιριάζω σαν μαμούρης («έν τονε μαμουριασμένος στα γραψίματα γυρμένος», Σολωμ.) …   Dictionary of Greek

  • μαμουρεύω — [μαμούρης] εργάζομαι με μισθό 2. (ειδικά) καλλιεργώ κτήματα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”